- ὑφισταμένη
- ὑφίστημιplacepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑφισταμένῃ — ὑφίστημι place pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подъимати — ПОДЪИМА|ТИ 2 (6*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Брать кого или чтол., лежащее внизу, и поднимать вверх: [два мученика] по ланитама строгана быста. ѥю же. кровь гаинъ по(д)има˫а. бьѥнъ бы(с) по плещема и по чрѣву. Пр 138З, 92г; прише(д) к болѧщомѹ братѹ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
παρεμβαίνω — ΝΑ [εμβαίνω] νεοελλ. 1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι 2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή… … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek
πλάτυνση — (Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της … Dictionary of Greek
στάτους — Ν φρ. «στάτους κβο» διεθν. δίκ. ισχύουσα ή υφιστάμενη ή προϋπάρχουσα, πραγματική ή νομική κατάσταση τής οποίας η διατήρηση, η ανατροπή ή η επαναφορά ενδιαφέρει τη διεθνή κοινωνία ή συγκεκριμένα υποκείμενα τού διεθνούς δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek
τελμίς — ῑνος, ὁ, Α 1. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό 2. (κατά τον Ησύχ.) «τελμίς ἡ ἐν τοῑς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τέλμα, με επίθημα ίς, ῖνος, πιθ. αναλογικά προς τον τ. θίς, ινός «ακτή, παραλία» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
ακριβείς επιστήμες — Οι επιστήμες εκείνες, στις οποίες, όταν είναι γνωστή η υφισταμένη κατάσταση ενός συστήματος, γίνεται δυνατή η πρόβλεψη της μελλοντικής εξέλιξής της. Οι α.ε. ενσωματώθηκαν τελικά σε μία, γνωστή με τη γενική ονομασία κυβερνητική … Dictionary of Greek